Δημήτρης Σίμος – Τυφλά Ψάρια
Εκδόσεις Bell
Έτος έκδοσης: 2018
Σελίδες: 324
ΣΥΝΟΨΗ (από το οπισθόφυλλο)
Το άψυχο σώμα μιας νεαρής μητέρας ανακαλύπτεται στα βράχια της θάλασσας, δίπλα στην αλάνα του Φάρου. Ο αστυνόμος Καπετάνος καλείται να ξεμπλέξει το κουβάρι ενός φόνου που θα εμφανίσει μπροστά του ένα στοιχειωμένο παρελθόν. Ο υπόκοσμος βγαίνει από το σκοτάδι αναζητώντας μια θέση στο φως με ανταμοιβή το χρήμα. Μυστικά αίματος μέσα στην οικογένεια. Αδελφικοί δεσμοί που καμουφλάρονται. Το φως μπορεί να δώσει την λύση. Τα ψάρια πρέπει να τυφλωθούν, να χάσουν το πλεονέκτημα του καμουφλάζ. Μια παράνομη ερωτική σχέση οδηγεί στην καταστροφή. Η προσπάθεια αναρρίχησης στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα θα αποτελέσει την αρχή για το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι χωρίς νικητή.
--------------------------------------------
Έχω την αίσθηση ότι ο Δημήτρης Σίμος βρίσκεται σε φόρμα. Εκτός από γεγονός ότι παρουσιάστηκε νωρίς στην αστυνομική μυθοπλασία, έχει ένα σερί αξιόλογων κυκλοφοριών μέσα σε πολύ λίγο χρόνο.
Τυφλά Ψάρια λοιπόν είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Σίμου, Σκοτεινά Νερά. Ήδη στο μυαλό μου ξεκινούσε από καλή θέση, αφού μου άρεσαν Τα Βατράχια, το ντεμπούτο του συγγραφέα. Μάλιστα μπορώ με βεβαιότητα να πω πως τα Τυφλά Ψάρια μου άρεσαν περισσότερο. Εδώ ο Σίμος φαίνεται να εξέλιξε την γραφή του, να ωρίμασε κατά κάποιον τρόπο ή μάλλον, περισσότερο μοιάζει να πάτησε σταθερότερα τα πόδια του στα συγγραφικά του βήματα.
Οι ήρωες του Σίμου έχουν φυσικότητα, είναι κανονικοί άνθρωποι. Ούτε χάρτινοι, ούτε υπερήρωες. Και κυρίως χωρίς ιδιαιτερότητες και εκκεντρικές εμμονές. Είναι χαρακτήρες που τους νοιάζεσαι, που ίσως να τους έχεις συναντήσει κάποια στιγμή ή να τους προσπέρασες. Αλλά βρίσκονται σε έναν κόσμο όμοιο με τον δικό σου (+1 στον Καπετάνο που πίνει πράσινο Βαρβαγιάννη). Για του λόγου το ασφαλές (κι όχι το αληθές, όπως έχει επικρατήσει btw), δες πόσο όμορφα έχει ταιριάξει η πλοκή στην Χαλκίδα. Ένα περιβάλλον ελληνικό, με το προϊόντα και τα υποπροϊόντα της νεοελληνικής ταυτότητας, με τις ιδιοτροπίες και τις παθογένειες της επαρχίας. Όμορφο δεν είναι αυτό;
Ξέρεις τι άλλο είναι όμορφο στη noir μυθοπλασία; Οι ανατροπές. Αλλά πρόσεξε την παγίδα. Οι ανατροπές έχουν γίνει φετίχ, με έναν τρόπο σχεδόν αναμενόμενο. Εδώ το plot-twist έρχεται κάπως αβίαστα, δεν είναι αυτοσκοπός. Έρχεται ως μια ομαλή ροή των πραγμάτων. Ο Σίμος δεν σε ξεγελά φωτίζοντας επίτηδες έναν δήθεν ύποπτο για να σου τη φέρει μετά. Είναι τίμιος. Αφήνει την ιστορία να έχει μια σχετική αυτενέργεια, σαν να είναι εκεί περιμένοντας να ειπωθεί. Όπως έρθει.
Συνολικά, μου αρέσει αυτός ο τρόπος γραφής, γιατί αφενός δεν είναι ξύλινος κι αφετέρου, μεταχειρίζεται τρεις οπτικές γωνίες. Βλέπουμε δηλαδή σταθερό το πλάνο μέσα από τον φακό του Καπετάνου στην -γνώριμη από το πρώτο βιβλίο- πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά το πρώτο μέρος των κεφαλαίων είναι σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και το τελευταίο μέρος ορισμένων κεφαλαίων είναι οι ημερολογιακές καταγραφές του θύματος. Τρέχουν λοιπόν παράλληλα τρεις ιστορίες (που προφανώς είναι μία) δίνοντας έτσι την οπτική του καθενός τη δεδομένη στιγμή. Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι δένουν αρμονικά μεταξύ τους. Και νομίζω υπάρχει ένας τρόπος να το πετύχει κανείς αυτό: με το να γράφει φυσικά. Ο Σίμος δεν καταφεύγει σε λογοτεχνισμούς ή προκάτ λύσεις, δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Γράφει πρώτα από όλα γιατί το διασκεδάζει (κι αυτό βγαίνει προς τα έξω).
Δεν ξέρω, αλλά μου αρκεί.
Δεν ξέρω επίσης αν ο Σίμος αξίζει την σχετική φασαρία που περιβάλλει τελευταία το όνομά του – δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Βλέπω όμως έναν νεότατο άνθρωπο να δουλεύει, να είναι ταπεινός και συνεπής δημιουργός. Από δυο-τρεις συνεντεύξεις του που διάβασα κατά καιρούς μου φαίνεται ένας προσγειωμένος άνθρωπος που παίζει με την μπάλα χαμηλά. Και εκ του αποτελέσματος δικαιώνεται. Τέλος, ξέρω ότι έχω αδιάβαστα άλλα δύο βιβλία του στη βιβλιοθήκη.
“Μέχρι την επόμενη μάχη λοιπόν.
Μέχρι να νικήσουμε.”
Υ.Γ.: Το βιβλίο το παρήγγειλα online και με την αγορά παρέλαβα μαζί κι έναν καλαίσθητο (αν και κάπως ευαίσθητο) σελιδοδείκτη με το ψάρι του εξωφύλλου. Όμορφη κίνηση, καλό γούστο και σωστό marketing που δεν κοστίζει τίποτε, αλλά φέρνει χαμόγελο στα χείλη του αναγνώστη.
ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ; Τι λέμε τόση ώρα;
βαθμολογία: 82/100
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου