Σοφια Νικολαϊδου – Στο Τελος Νικαω Εγω
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Έτος έκδοσης: 2017
Σελίδες: 300
ΣΥΝΟΨΗ
Από την Θεσσαλονίκη των παραμονών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Θεσσαλονίκη της κρίσης και των capital controls. Καθημερινοί άνθρωποι, φίλοι και γνωστοί, προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα σε εποχές που οι ερωτήσεις είναι περισσότερες από τις απαντήσεις.
--------------------------
Στο Τέλος Νικάω Εγώ αποφαίνεται ένας από τους χαρακτήρες στο τέλος της ιστορίας. Κι έχει δίκιο. Το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο μιας χαλαρά δεμένης τριλογίας που περιλαμβάνει τα Απόψε Δεν Έχουμε Φίλους και Χορεύουν οι Ελέφαντες). Ο τόπος κι εδώ είναι συγκεκριμένος (Θεσσαλονίκη).
Εξαρχής να σημειώσω ότι μου αρέσει η τρόπος που προσεγγίζει την γραφή η Νικολαΐδου (παρεμπιπτόντως έχει γράψει κι ένα μικρό εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής με αντίστοιχες δραστηριότητες και μικρές ασκήσεις, κυκλοφορεί με τίτλο Πώς Έρχονται οι Λέξεις: τέχνη και τεχνική της δημιουργικής γραφής). Έχει μια φυσικότητα που παραδόξως δεν συνηθίζεται στις μέρες μας. Γράφει απλά κι ανεπιτήδευτα.
Εδώ συνδέει δύο εποχές: εκείνη του Εθνικού Διχασμού και μια πιο σύγχρονη, γύρω στο 2015. ιδίως για την πρώτη περίοδο είναι, αν όχι απαραίτητο, τουλάχιστον χρήσιμο να γνωρίζει κανείς βασικά ιστορικά στοιχεία. “Ποια είναι τα βασικά ιστορικά στοιχεία;” θα μου πεις… όχι πολλά, αλλά πρέπει να ξέρεις για την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης, για την διχογνωμία Βενιζέλου-βασιλιά, την θέση των Άγγλων κ.ο.κ. Δεν παίζουν πρωταρχικό ρόλο, όμως το ιστορικό περιβάλλον είναι το φόντο όπου ξεδιπλώνονται οι αλληλεπιδράσεις των χαρακτήρων. Πρέπει πχ. να καταλάβεις την απροθυμία του Κωνσταντίνου να κατευθυνθεί προς τη Θεσσαλονίκη για να προλάβει τους Βούλγαρους. Παρόλα αυτά, τα ιστορικά γεγονότα ατονούν στο δεύτερο μισό. Κάτι ανάλογο ισχύει προς το τέλος του βιβλίου με τα capital controls και το δημοψήφισμα, γεγονότα πρόσφατα και οικεία για όλους.
Οι δύο χρονικές περίοδοι εναλλάσσονται στα κεφάλαια, μία μπρος μία πίσω (σχεδόν με απόλυτη σειρά, εκτός από το τέλος). Εκείνο όμως που σε κερδίζει στην πλοκή είναι οι χαρακτήρες και τα βιώματά τους. Δεν υπάρχει καμιά εξιδανίκευση, τίποτε το ηρωικό. Είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι με τα προβλήματά τους, τις ανησυχίες τους, καμιά φορά τις διαφωνίες τους. Συνολικά, η προσέγγιση και στις δύο εποχές είναι ρεαλιστικότατη με την έννοια ότι η συγγραφέας αναφέρεται σε σκέψεις, καταστάσεις και υποθέσεις που απασχολούν τον μέσο άνθρωπο. Το άγχος των σπουδών, το στήσιμο μιας εκδήλωσης, ένα πρόβλημα υγείας και πάει λέγοντας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο το διαβάζεις απνευστί (πρακτικά μιλώντας δεν χρειάστηκα καν σελιδοδείκτη).
Το ότι η Νικολαΐδου σπούδασε φιλολογία μπορείς σχεδόν να το μαντέψεις. Το ότι ασχολήθηκε με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση επίσης είναι σαφές. Και κάπως έτσι εξηγείται και η αγάπη με την οποία έχει πλάσει τον καθηγητή Σουκ. Μικρές αναφορές από ΄δω κι από ΄κει απεικονίζουν την σχέση καθηγητή-μαθητή και την εικόνα που διαμορφώνει ο ένας για τον άλλον.
Στο οπισθόφυλλο αναγράφεται με μεγάλα γράμματα: Ιστορία δεν είναι οι απόψεις των ιστορικών, είναι οι ζωές των ανθρώπων. Και αυτό ακριβώς επιδιώκει να αναδείξει το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου, αρκετά καλά κατά τη γνώμη μου.
ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ; Γιατί όχι; Είναι όμορφα γραμμένο, κυλάει ομαλά και απεικονίζει σκηνές μάλλον οικείες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου