Κυνόδοντας (10 χρόνια μετά)
Δράμα (2009)
Σκηνοθεσία: Γιώργος
Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος
Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου
Πρωταγωνιστούν:
Χρήστος Στεργιόγλου, Μισέλ Βάλεϊ,
Αγγελική Παπούλια, Μαίρη Τσώνη, Χρήστος
Πασσαλής
Διάρκεια: 97’
ΣΥΝΟΨΗ
Πρόκειται
για την ιστορία μιας πενταμελούς
οικογένειας που ζει απομονωμένη στο
ακριβό απομονωμένο σπίτι της οικογένειας.
Οι γονείς έχουν επιλέξει να κρατήσουν
τα παιδιά μακριά από τον κόσμο και τα
έχουν διαπαιδαγωγήσει με ιδιαίτερες
μεθόδους. Τα παιδιά διδάσκονται γράμματα
και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις από τους
γονείς τους μέσω μαγνητοφωνημένων
μαθημάτων. Η επιβράβευση για την
πρόοδό τους είναι λίγα ευτελή δώρα.
Ένα παιδί είναι
έτοιμο να φύγει από το σπίτι, μόνο αν
πέσει ο αριστερός ή ο δεξιός κυνόδοντάς
του. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον και την
ουσιαστική έλλειψη κοινωνικότητας αλλά
και επαρκών εξωτερικών ερεθισμάτων, τα
παιδιά, αν και ενήλικα, συχνά συμπεριφέρονται
σαν ανήλικα, ενώ έχουν και μικρά ξεσπάσματα
βίας.
--------------------------------------------
Και να λοιπόν τώρα,
στη δύση του 2019 και δη στο πέρασμα μιας
δεκαετίας, άρχισαν τα αφιερώματα και η
ανασκόπηση στη δεκαετία που φεύγει.
Μεταξύ άλλων βλέπουμε ότι ο Κυνοδόντας
του Λάνθιμου έρχεται στη θέση 35 των
καλύτερων ταινιών στη περίοδο 2010-2019 στη
σχετική λίστα του βρετανικού Independent.
Ο Κυνόδοντας βέβαια δεν
είναι καινούργια ταινία, δεν είναι καν
πρόσφατη. Γυρίστηκε το 2009, κυκλοφόρησε
το Νοέμβριο του ίδιου έτους κι εμφανίστηκε
στο box office των
ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2010.
Αμέσως τράβηξε την
προσοχή κοινού και κριτικών (ΟΚ,
περισσότερο κριτικών κι έπειτα του
κοινού). Βραβεύτηκε με 30 βραβεία στο
εξωτερικό και αρκετά ακόμη στο εσωτερικό.
Μεταξύ αυτών είναι ένα Όσκαρ κι ένα
Βραβείο Νεότητας στις Κάννες. Θα έλεγε
κανείς ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για
μεγάλη ταινία.
Κι εδώ αρχίζουν οι
πρώτες αντιδράσεις.
Ο Κυνόδοντας δίχασε
το κοινό. Μια ματιά στις κριτικές από
διάφορα σινεφίλ sites δείχνουν
δύο ακραίες τάσεις: είτε 5 αστεράκια
είτε 1. Είτε αγαπήθηκε είτε μισήθηκε.
Γιατί όμως;
Η ταινία,
κατά τη γνώμη μου, είναι δύσκολη. Την
είχα δει πρώτη φορά χωρίς να είμαι
έτοιμος για το τι επρόκειτο να δω. Και
πράγματι, δεν είναι η ταινία που επιλέγεις
να δεις μετά από μια δύσκολη μέρα στη
δουλειά, τότε που θες απλώς να χαζέψεις
κάτι εύπεπτο μέχρι να σε πάρει ο ύπνος
στον καναπέ. Ο Κυνόδοντας
σε θέλει συμμέτοχο. Και δεν θα σου
τραβήξει την προσοχή με ξαφνικές εξάρσεις
και εφέ (δεν υπάρχουν εφέ). Δεν θα σε
θαμπώσει η γυαλισμένη παραγωγή και η
αψεγάδιαστη φωτογραφία. Δεν είναι καν
αυτός ο σκοπός. Το καταλαβαίνεις ακόμα
κι από τις ερμηνείες, που σε ξενίζουν
στην αρχή, αλλά γρήγορα συνειδητοποιείς
ότι η εικόνα είναι το μέσο για να ειπωθούν
μηνύματα.
Συζητώντας
τότε για τον Κυνόδοντα άκουγα σε παρέες
φίλων ότι είναι “αρρωστημένη” και
“διαστροφική”. Όμως,
πρώτον: δεν βρίσκω τίποτε κακό σε αυτό.
Και (κυρίως) δεύτερον: πρέπει κάποια
στιγμή να συζητήσουμε τι είναι διαστροφή.
Όπως
καταλαβαίνεις, ο Κυνόδοντας μου άρεσε
το 2010 και μου αρέσει ακόμη. Βρήκα
πολλά θετικά σημεία. Άλλωστε δεν
χρειάζεται να είσαι ειδήμων κριτικός
για να αντιληφθείς ότι πρόκειται
για μια μακρά αλληγορία. Δεν είναι αυτό
που βλέπεις. Ο Κυνόδοντας
έχει μια ιστορία να πει. Μα πίσω από αυτή
την ιστορία βρίσκεται κάτι σημαντικό.
Μιλά για τον θεσμό της
οικογένειας, αντιπαραβάλλει κλειστά
εξουσιαστικά συστήματα, αναδεικνύει
την αλλοίωση της γλώσσας και των μορφών
επικοινωνίας, αποσυνδέει το σημαίνον
από το σημαινόμενο και πολλά άλλα. Στο
τέλος, δεν χρειάζεται καν
να δώσω εγώ νόημα, αφού
αυτό μπορεί να το βρει ο καθένας και να
το προσαρμόσει στις δικές του πεποιθήσεις
και στον δικό του, προσωπικό
και ξεχωριστό,
τρόπο να βλέπει τα πράγματα.
Αλλά να
το θέσω κι αλλιώς; Ο Κυνόδοντας έχει
ένταση, συνεχή ένταση
χωρίς βιασύνες και γρήγορους ρυθμούς.
Κι έχει βία. Πολλή βία.
Απλώς όχι με τον τρόπο που ίσως θα
περίμενες. Είναι ταινία
ψυχολογικά βίαιη, είναι
συνολικά σκληρή ταινία. Οι
ερμηνείες συμβάλλουν σε αυτό. Γιατί
είναι ιδιαίτερες. Εντάσσονται οργανικά
στο ύφος της ταινίας και προωθούν το
μήνυμα. Αρκετός κόσμος
τότε είχε σχολιάσει τις ερμηνείες, ότι
μοιάζουν στημένες, ατάλαντες κλπ. Όμως,
οι ερμηνείες ήταν αυτό που ταίριαζε στη
ταινία. Η υποκριτική δεν είναι τέχνη
μονοδιάστατη. Είναι τρόπος να εκφράζεις
πράγματα και ψυχικές καταστάσεις. Και
ως τέτοιος ήταν ο κατάλληλος τρόπος για
να σε μεταφέρει στο κλειστοφοβικό κλίμα
της ταινίας. Οι χαρακτήρες του Κυνόδοντα
δεν έχουν μεγαλώσει ως φυσιολογικοί
άνθρωποι. Γιατί θα έπρεπε να λειτουργούν
ως φυσιολογικοί άνθρωποι;
Ωστόσο,
όλα τα παραπάνω δημιουργούν μια παγίδα.
Μια τέτοιας υφής ταινία δεν είναι ακριβώς
η επιτομή του blockbuster –
και φαντάζομαι, δεν
φτιάχτηκε καν φιλοδοξώντας να γίνει
blockbuster. Όμως
στην Ελλάδα μόλις ακούσαμε ότι υπάρχει
ελληνική παραγωγή που πάει για διεθνή
βραβεία, τρέξαμε να
προσδώσουμε στην υπόθεση εθνικό
χαρακτήρα. Δεν είναι νεωτερικό φαινόμενο.
Αν το δεις αναλογικά, με τις διεθνείς
επιτυχίες του Τσιτσιπά γίναμε ειδικοί
στο τένις. Οπότε ναι, γιατί όχι, Λάνθιμος
hools. Κι έτσι
ο Κυνόδοντας έγινε mainstream.
Πράγματι,
με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο πολύς
κόσμος την είδε. Στην Ελλάδα μάλιστα
έφτασε να δίνεται με κυριακάτικη
εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας. Ήταν
λοιπόν επόμενο: εμείς δεν ήμασταν έτοιμοι
για τον Κυνόδοντα, κι ο Κυνόδοντας δεν
ήταν έτοιμος για μας.
Εξάλλου,
πέρα από το τι λέμε εμείς,
το απλό φιλοθεάμον κοινό, ο Κυνόδοντας
έφτασε μέχρι τς Κάννες. Και αναφέρομαι
στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου
των Καννών, γιατί γενικά
το θεωρώ αξιόπιστο. Δεν έχει
εμπορευματοποιηθεί στο βαθμό που έχουν
εμπορευματοποιηθεί άλλα μεγάλα φεστιβάλ,
ενώ παράλληλα οι πρωτιές που δίνει δεν
συνδέονται απαραίτητα με μεγάλες
εισπρακτικές επιτυχίες. Άλλωστε, η
επιτροπή αποτελείται από ανθρώπους της
Τέχνης (παρεμπιπτόντως
στην κριτική επιτροπή του 2019 μέλος ήταν
ο Λάνθιμος). Και
είναι άλλη η γνώμη του σκηνοθέτη κι άλλη
η δικιά μου. Διαφορετικά
κρίνουν ο Γκοντάρ, ο Πολάνσκι κι
ο Ινιαρίτου και διαφορετικά
εγώ (ευτυχώς για όλους).
Άλλοι
είπαν ότι πρόκειται για αντιγραφή της
μεξικανικής ταινίας Το Κάστρο της
Αθωότητας (El Castillo de la
pureza, 1973).
Επ’ αυτού δεν έχω άποψη
– δεν έχω δει την μεξικανική εκδοχή.
Αλλά νομίζω ότι στο τέλος το ζήτημα της
αντιγραφής είναι ένα θέμα, αλλά διαφορετικό
από το αν ο Κυνόδοντας είναι ωραία ταινία
ή όχι. Και
αναμφίβολα είναι μια ταινία που
συζητήθηκε, προβλημάτισε και ήταν εν
γένει επιδραστική.
ΝΑ
ΤΗΝ ΔΩ; Μάλλον την έχεις
δει ήδη – άσχετα από το αν σου άρεσε ή
όχι. Σε περίπτωση που δεν την έχεις δει,
μην την πατήσεις. Αν εμένα δεν μου αρέσουν
οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας και
δω το Star Wars, θα
το θεωρήσω πατάτα (και μάλλον θα λιντσαριστώ). Αν δεν μου αρέσει ο cult κινηματογράφος
και δω το Εργαστήρι του Δόκτορος
Καλιγκάρι, θα το βρω ανούσιο. Οπότε
ζύγισέ τα. Εντόπισε αυτό που θες να δεις
και κρίνε αναλόγως. Κράτησε
όμως ότι μια ταινία ή ένα βιβλίο δεν το
πιάνεις πάντα για να περάσεις καλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου