Η μυστηριώδης ζωή και ο θάνατος του Γκόγκολ
Ο Νικολάι
Γκόγκολ (Nikolai Vasilievich Gogol) είναι
Ρώσος συγγραφέας με καταγωγή από την
σημερινή Ουκρανία.
Συγκαταλέγεται
στην χορεία των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων
πλάι στους Ντοστογιέφσκι, Τολστόι και
Πούσκιν. Το έργο του είναι πολυσχιδές,
ιδιαίτερο και σχεδόν ταραχώδες. Όπως
και η ίδια η ζωή του Γκόγκολ.
Ήδη από
τις πρώτες του απόπειρες στον χώρο των
γραμμάτων και της συγγραφής γνώρισε
την απόρριψη. Ωστόσο, στα 23 θα έρθει η
πρώτη αναγνώριση για μια συλλογή
διηγημάτων με τίτλο “Βραδιές στο μετόχι
κοντά στη Ντινάνκα” (“Βραδινές συντροφιές
στο χωριό”). Για το επόμενο
διάστημα αφήνει ημιτελή έργα, ενώ
παραιτείται σύντομα από τη θέση του
υφηγητή που είχε λάβει στο Πανεπιστήμιο
της Πετρούπολης.
Όμως το 1835 θα
δημοσιεύσει το “Μιργκορόντ” και
θα ανεβάσει το θεατρικό “Ο
επιθεωρητής”. Αν και θα ξεφύγει την
λογοκρισία της τσαρικής εξουσίας, δεν
θα έχει την ίδια τύχη με τους δημόσιους
υπαλλήλους. Ο “Επιθεωρητής” είναι
μια δριμεία σάτιρα απέναντι στη
γραφειοκρατία κι αυτό ήταν αρκετό για
να γνωρίσει την οργή του δημοσιοϋπαλληλικού
κόσμου μέχρις ότου εγκαταλείψει τη
Ρωσία.
Όντας στο Παρίσι,
ξεκινά τη συγγραφή του σπουδαίου
μυθιστορήματος “Νεκρές Ψυχές”,
το οποίο μετά από τρεις μήνες περιπέτειας
“χτενίζεται” τελικά από τη λογοκρισία
και εκδίδεται και στη Ρωσία, για να
αρχίσει έτσι μια δεύτερη πολεμική
περίοδος. Ζώντας πια στη Ρώμη ολοκληρώνει
τα “Παντρολογήματα”, τους “Παίχτες”
και το “Παλτό”, που θα αναγκάσει
τον Ντοστογιέφσκι να πει το μνημειώδες:
“όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ”.
Εκεί
αρχίζουν και τα πρώτα σοβαρά νέφη. Η
ψυχολογία του έχει καταρρεύσει και
βασανίζεται από τύψεις. Αισθάνεται
ότι ιδίως με τις “Νεκρές
Ψυχές” αδίκησε τη Ρωσία
κι ότι την έβλαψε. Νιώθει
ότι δεν την αγαπάει όσο θα έπρεπε και
θεωρεί χρέος του να επανορθώσει. Σύντομα
προσθέτει δύο κεφάλαια στο βιβλίο, το
ένα το τιτλοφόρησε
“Αφυπνιζόμενες
Ψυχές”
και το άλλο “Ξυπνημένες
Ψυχές”.
Παρόλα αυτά, θεώρησε ότι δεν τα κατάφερε
όπως ήθελε
κι έκαψε
τα χειρόγραφά του σε δύο φάσεις, το 1843
και το 1845. Ο ίδιος ερμήνευσε το γεγονός
ως τιμωρία από τον θεό γιατί είναι
αμαρτωλός.
Άλλη
λύση δεν του μένει παρά να επιστρέψει
στη Ρωσία και να μετανοήσει έμπρακτα.
Επιστρέφει λοιπόν στα πατροπαράδοτα,
δηλώνει υποταγή στον τσάρο και τάσσεται
ένθερμα υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Μάλιστα, δεν διστάζει να εκφράσει ακραίες
απόψεις, όπως για παράδειγμα ότι η γραφή
και η ανάγνωση διαφθείρουν τον αγνό
Ρώσο και ότι όλα αυτά είναι νεωτερισμοί
που κατά βάθος είναι έργο
του σατανά. Πιστεύει ακόμα
ότι ο θεσμός της δουλοπαροικίας είναι
ευλογημένος, γιατί οδηγεί τον δούλο πιο
κοντά στον χριστιανισμό. Φυσικά,
η ρωσική κοινή γνώμη τώρα σοκάρεται για
τους αντίθετους λόγους. Κανείς δεν
πιστεύει αυτή τη στροφή του Γκόγκολ. Ο
Μπελίνσκι, ο κριτικός που κάποτε τον
ανέδειξε, τώρα του επιτίθεται και του
γράφει επιστολές στις οποίες ο Γκόγκολ
δεν απαντά ποτέ.
Από την
μεριά του, ο Γκόγκολ αφοσιώνεται στον
θεό. Επισκέπτεται τους Άγιους Τόπους
και πλέον γίνεται θρησκόληπτος. Η
γνωριμία του με έναν αμόρφωτο καλόγερο
κι εξορκιστή ονόματι Ματβέι Κονσταντινόφσκι
θα αποδειχθεί μοιραία. Πείθεται από τον
Κονσταντινόφσκι να κάψει τα υπόλοιπα
χειρόγραφά του (24 Φεβρουαρίου του 1852)
και κατόπιν εισέρχεται σε εξαντλητική
νηστεία (η οποία στην
ουσία ήταν αφαγία). Σε
λίγες μέρες, στις 4 Μαρτίου του 1852 (νέο
ημερολόγιο), πέθανε από
ασιτία σε ηλικία 43 ετών.
Η
περιπέτειά αυτής της ταραγμένης ζωής
δεν σταματά εκεί. Αρχικά, θα ταφεί στο
μοναστήρι Ντανίλοφ (Άγιος
Δανιήλ). Όμως, δεκαετίες
μετά η ρωσική κυβέρνηση
που πλέον έχει περάσει στα χέρια των
μπολσεβίκων αποφασίζει το 1931 να γκρεμίσει
τον ναό. Οι τάφοι μεταφέρονται σταδιακά
κι έτσι ο τάφος του Γκόγκολ μεταφέρεται
στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι. Κατά την
εκταφή τα οστά
του Γκόγκολ υποδεικνύουν
ένα σώμα γυρισμένο στο
πλάι, γεγονός που θα
οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο Γκόγκολ
θάφτηκε ζωντανός (είναι μάλιστα παράδοξο
το ότι αυτός ήταν ο μεγαλύτερός του
φόβος και γι’ αυτό
προτιμούσε να λαγοκοιμάται σε μια
πολυθρόνα).
Εξάλλου, οι φήμες
γύρω από τον θάνατο του Γκόγκολ δεν
είχαν πάψει ποτέ. Διάφορες διαδόσεις
λένε ότι ονειρεύτηκε τον θάνατό του, ο
οποίος ερχόταν όλο και συχνότερα στον
ύπνο του, και ότι όλη η ιστορία με την
αφαγία ήταν απόφαση αυτοκτονίας. Άλλες
προλήψεις λένε ότι την ώρα του ενταφιασμού
του, ένας μαύρος γάτος εμφανίστηκε στον
τάφο και με το πέρας της κηδείας
εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη.
Ωστόσο, οι πληροφορίες
δεν είναι (και δεν θα μπορούσαν να είναι)
ακριβείς. Είναι γνωστό ότι κατά την
εκταφή των οστών πολλοί θαυμαστές έκαναν
πλιάτσικο παίρνοντας ο καθένας ό,τι
μπορούσε. Η ιδιαίτερη στάση του σώματος
μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι
το χώμα είχε υποχωρήσει και είχε
συμπαρασύρει το φέρετρο προ πολλών
ετών. Και βέβαια ο θάνατος του Γκόγκολ
επιβεβαιώθηκε από πέντε επιφανείς
γιατρούς της εποχής.
Σε κάθε
περίπτωση ο Γκόγκολ σημάδεψε την ιστορία
της ρωσικής λογοτεχνίας και συνεχίζει
ακόμη και σήμερα να βρίσκεται στο
προσκήνιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
σχετικές αναρτήσεις:
Η Μύτη |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου