Gilles Vincent - Τρεις Ώρες Προτού Χαράξει
Τίτλος πρωτότυπου: Gilles Vincent – Trois Heures Avant L’Aube (2013)
Εκδόσεις Καστανιώτης
Μετάφραση: Ρίτα
Κολαΐτη
Έτος ελληνικής
έκδοσης: 2016
Σελίδες: 246
ΣΥΝΟΨΗ
Ο νεαρός
Καμέλ, αλγερινής καταγωγής και φανατικός ισλαμιστής, έχει επιστρέψει σε γαλλικό
έδαφος μετά την εκπαίδευσή του στο Πακιστάν, διψώντας για αίμα απίστων. Την
ίδια στιγμή ο Γκρεγκόρ, ύστερα από δεκαετίες ανθυγιεινής εργασίας, απολύεται
και σύντομα το πρώην αφεντικό του πέφτει θύμα απαγωγής. Τέλος, η Σαμπρίνα, μια
35χρονη καταθλιπτική, φεύγει από το σπίτι, ενώ λίγο αργότερα ανακαλύπτεται ένα
πτώμα μιας γυναίκας που σχετίζεται με τον παιδόφιλο Ζαν-Μαρκ Ντικρουά. Τρεις
κατεστραμμένες ζωές από τρεις απελπισμένους ανθρώπους. Η αστυνόμος Αϊσά πρέπει
να βρει το κοινό σημείο της μισαλλοδοξίας, της απελπισίας και της εκδίκησης.
Ο Ζιλ Βενσάν (Gilles Vincent) έχει εδώ
ένα φιλόδοξο σχέδιο. Οι ιστορίες που επιχειρεί να συνθέσει έχουν δυναμική και
προμηνύουν για ένα πολυδιάστατο noir μυθιστόρημα με κοινωνικές προεκτάσεις.
Ωστόσο, στην πράξη το αποτέλεσμα είναι μεν καλό, αλλά όχι τόσο καλό όσο
υποσχόταν.
Σε γενικές γραμμές, ο Βενσάν έχει
ατμοσφαιρική γραφή, όπως φαίνεται και από άλλα βιβλία του, λχ. το Ντζεμπέλ. Απογυμνώνει την αφήγηση από τα
πολλά καλολογικά στοιχεία και δεν αναλώνεται σε άσκοπες περιγραφές. Αντίθετα,
κρατά μόνο τα στοιχεία που εξασφαλίζουν νερό στον νερόμυλο της ιστορίας. Ως εκ
τούτου, δεν μαθαίνουμε πολλά για τους χαρακτήρες, παρά μόνο τα αναγκαία,
γεγονός που δεν γίνεται μεν κουραστικό, αλλά καταλήγουμε να μην ταυτιζόμαστε με
κανέναν από τους χαρακτήρες.
Ως προς την πλοκή, όντως είναι
αξιοθαύμαστο πως ο Βενσάν κατάφερε να συνταιριάξει τρεις ιστορίες σε μία. Και
οι τρεις απεικονίζουν τις παθογένειες της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Μπορεί
το βάρος να πέφτει στην περίπτωση του τζιχαντιστή Καμέλ, αλλά και οι άλλες δυο
ιστορίες αντανακλούν την παραφροσύνη που γεννά η απελπισία και η αδικία. Στο
τέλος και οι τρεις ιστορίες συγκλίνουν σε μία αιματηρή σύμπτωση του πεπρωμένου.
Αυτό που εν τέλει με χάλασε και δεν
απογείωσε το βιβλίο στο σύνολό του, ήταν η -πολλές φορές- άνευρη μεταπήδηση από
την μία ιστορία στην άλλη. Κάποιες φορές ο ρυθμός έπεφτε και η συνοχή χανόταν.
Κάπου, πλησιάζοντας στην μέση, οι ιστορίες και τα πρόσωπα είχαν μπερδευτεί στο
μυαλό μου κι έχασα για λίγο το νήμα. Παρόλα αυτά, το δεύτερο μισό απέκτησε ξανά
νόημα κι αποδείχθηκε καλύτερο του πρώτου, πιο συνεκτικό, πιο δεμένο και
ουσιαστικό. Εξάλλου, όλη η δράση κορυφώνεται κλιμακωτά στο δεύτερο μισό.
Τέλος, η χρήση του ενεστώτα με βρήκε
κάπως μουδιασμένο. ΟΚ, προσδίδει ένταση, ζωντάνια και παραστατικότητα. Αλλά το
να διαβάζω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα με τους όλους τους ρηματικούς τύπους σε
ενεστώτα μου φαίνεται περίεργο. Όχι απαραίτητα κακό, αλλά περίεργο.
ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ; Εν τέλει, αυτό το βιβλίο μου άρεσε. Αλλά και πάλι
η γνώμη μου είναι κάπου στην μέση. Γενικά, θα το χαρακτήριζα ενδιαφέρον βιβλίο,
όχι συναρπαστικό. Κάπου με κούρασε, αλλά με αντάμειψε στο τέλος. Οπότε ναι, δεν
θα έμπαινε με τίποτα στη λίστα με τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που έχω διαβάσει,
αλλά ούτε και σε εκείνη με τα βιβλία που μετάνιωσα που διάβασα. Οπότε ναι, ρίξ’
του μια ματιά, αν πέσει στα χέρια σου.
βαθμολογία: 68/100
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου