Μέρα Μαγιού μου μίσεψες…: ιστορία σαν ποίηση - η ιστορία πίσω από τον Επιτάφιο του Γ. Ρίτσου
Η δεκαετία
του 1930 ήταν μία ακόμη δυσχερής περίοδος για την Ελλάδα. Η χώρα ήδη από το
1932 βίωνε τις συνέπειες του οικονομικού κραχ της Νέας Υόρκης (1929).
Προσπαθούσε ταυτόχρονα να συνέλθει από τις ριζικές μεταβολές που επέφερε τόσο ο
Α' Παγκόσμιος πόλεμος, όσο και οι ανακατατάξεις που προκλήθηκαν λόγω των προσφυγικών κυμάτων της
Μικράς Ασίας στον απόηχο του Εθνικού Διχασμού που δεν έλεγε να κοπάσει. Η
πολιτική πόλωση έφερνε συχνά χάος. Οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες (Βενιζέλος,
Τσαλδάρης, Παπαναστασίου, Μιχαλακόπουλος) είχαν πεθάνει. Παράλληλα, στην Ευρώπη
τα ολοκληρωτικά καθεστώτα εξαπλώνονταν, καθώς βρισκόμαστε στο κατώφλι του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου. Εν μέσω κρίσης κι αστάθειας η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ξεφύγει
τελικά από αυτόν τον δρόμο: ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς στις 4 Αυγούστου του 1936
κατέλυσε το πολίτευμα και κυβέρνησε δικτατορικά μέχρι τον θάνατό του.
Ο χειμώνας
του 1936 ήταν περιπετειώδης. Καθώς οι εξαγωγές της χώρας περιορίζονταν στον
καπνό και την σταφίδα, η Ελλάδα είχε απολέσει πάνω από τα μισά της έσοδα από
τις εξαγωγές καπνού. Το ισοζύγιο ανατράπηκε θεαματικά και συνολικά ο κλάδος
πέρασε σε ύφεση. Τα καπνεργοστάσια απολύουν κόσμο μαζικά, την ίδια στιγμή που η
φτώχεια θερίζει και το νόμισμα υποτιμάται διαρκώς. Ιδίως η Βόρεια Ελλάδα, που
συγκέντρωνε την πλειοψηφία των καπνοπαραγωγών, θυμίζει καζάνι που βράζει. Τα
καλέσματα των καπνεργατών, αλλά και άλλων κλαδικών σωματείων, για απεργίες και
κινητοποιήσεις εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο.
Στις 8 Μαΐου
η διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη χτυπιέται βάναυσα από την αστυνομία και κηρύσσεται
24ωρη γενική απεργία. Στις 9 Μαΐου εν μέσω γενικευμένων επεισοδίων η αστυνομία
και ο στρατός πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Μία από τις σφαίρες βρίσκει
στόχο. Ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης στη συμβολή των οδών Συγγρού και
Πτολεμαίων πέφτει νεκρός από αστυνομικά πυρά. Γύρω του συγκεντρώνονται
σοκαρισμένοι διαδηλωτές, καπνεργάτες οι περισσότεροι. Αφού ξήλωσαν μια πόρτα,
ακούμπησαν το νεκρό σώμα και το μετέφεραν στο Διοικητήριο της πόλης. Εκεί
κατέφτασε η μητέρα του θρηνώντας γοερά. Οι φωτογραφίες έκαναν τον γύρο του
κόσμου κι έγιναν σύμβολο μιας ταραγμένης εποχής. Ο στρατός βγαίνει στους δρόμους και κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος. Η μέρα τέλειωσε με 9 νεκρούς,
32 βαριά τραυματισμένους και εκατοντάδες ελαφρύτερα.

Ο Ριζοσπάστης στο φύλλο της επόμενης μέρας αφιέρωσε το πρωτοσέλιδό του στον Τάσο Τούση. Ο Γιάννης Ρίτσος συγκλονίστηκε βλέποντας τις φωτογραφίες. Κλείστηκε στο σπίτι του, σε μια σοφίτα της οδού Μεθώνης 30, κι άρχισε να γράφει τον Επιτάφιο. Όπως ο ίδιος είπε, έγραφε χωρίς να φάει και να κοιμηθεί μέχρι που κατέρρευσε μετά από δύο νύχτες. Σε τρεις μέρες είχε γράψει τα 14 από τα 20 ποιήματα. Τρία από αυτά δημοσιεύτηκαν στις 12 Μαΐου από τον Ριζοσπάστη με τον τίτλο Μοιρολόι. Στις 8 Ιουνίου του 1936 14 ποιήματα στο σύνολό τους εκδόθηκαν υπό τον τίτλο Επιτάφιος. Τυπώθηκαν σε 10.000 αντίτυπα (εντυπωσιακός αριθμός για την εποχή) και εξαντλήθηκαν αμέσως – αν συμπεριλάβουμε σε αυτά και τα 250 εναπομείναντα αντίτυπα που κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός από το καθεστώς Μεταξά. 20 χρόνια μετά ο Επιτάφιος θα εκδοθεί σε πληρέστερη έκδοση (εκδόσεις Κέδρος, 1956) με την προσθήκη άλλων 6 ποιημάτων και με μικρές παραλλαγές.
![]() |
Πρώτη έκδοση του Επιταφίου (8/6/1936), εικονογράφηση: Γιώργος Λυδάκης |
Ο ίδιος ο ποιητής φρόντισε να μας πληροφορήσει
στην αρχή της συλλογής:
Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936.
Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της.
Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν.
Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.
Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της.
Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν.
Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.
Ο Επιτάφιος εντάσσεται στα σπουδαιότερα
έργα του Γ. Ρίτσου. Γραμμένος σε ομοιοκατάληκτο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο
αφομοιώνει τυπικά στοιχεία μανιάτικου μοιρολογιού. Κρύβει επιρροές από τον
θρήνο της Εκάβης (Τρωάδες και Εκάβη του Ευριπίδη). Θυμίζει τον θρήνο
του Πρίαμου για τον νεκρό Έκτορα (Ιλιάδα
του Ομήρου). Και φυσικά βρίσκεται πάντα σε αντίστιξη με το Εγκώμιο του
Επιτάφιου θρήνου της Μεγάλης Παρασκευής.
Ο Επιτάφιος μελοποιήθηκε το 1960 σε μια
σπουδαία λυρική σύμπραξη Ρίτσου – Θεοδωράκη – Χατζιδάκι – Μούσχουρη. Μάλιστα, ο
Θεοδωράκης δεν ικανοποιήθηκε και ξαναμπήκε στο στούντιο για μια πιο λαϊκή
ενορχήστρωση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη. Θα μελοποιηθεί
τρίτη φορά από την Μαίρη Λίντα και τέταρτη από τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Αποσπάσματα από τον
Επιτάφιο:
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου,
καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε
παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω.
Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει.
Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙
κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.
Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.
Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου